- κώλωμα
- το [κωλώνω]1. βάδισμα προς τα πίσω, οπισθοχώρηση2. σταμάτημα εμπρός σε εμπόδιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κώλωμα — το ατος, η βάδιση προς τα πίσω, οπισθοχώρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κώλωση — η [κωλώνω] κώλωμα … Dictionary of Greek
κόλωμα — το βλ. κώλωμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)